- εὐέκρυπτος
- εὐέκ-ρυπτος, ον,A easy to wash out, Poll.1.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέκρυπτος — εὐέκρυπτος, ον (Α) αυτός που καθαρίζεται εύκολα από τον ρύπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ ρύπτω «ξεπλένω»] … Dictionary of Greek
εὐέκρυπτος — easy to wash out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)